ημικυλινδρικός

ημικυλινδρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημικύλινδρο
2. αυτός που έχει σχήμα ή μορφή ημικυλίνδρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημικύλινδρος — ημικύλινδρος, ὁ (Α) 1. μισός κύλινδρος 2. ως επίθ. ημικυλινδρικός …   Dictionary of Greek

  • καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • καμάρα — η ημικυλινδρικός θόλος, τόξο: Αυτό το γεφύρι έχει τρεις καμάρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”